31/10/13

τίτλοι τέλους...






Κάπου εδώ το -διαδικτυακό- ταξίδι του Μεθυσμένου Καραβιού φτάνει στο τέλος του. Με ένα μικρό αποχαιρετιστήριο δώρο (λίαν συντόμως) προς όλους τους -πιθανούς- φίλους του blog.

Οι καιροί είναι δύσκολοι και επιτάσσουν ευελιξία, εφευρετικότητα, σθένος, αντοχή, πίστη. Για μας σήμανε λοιπόν η ώρα να απομακρυνθούμε από τη σαγήνη (και την ασφάλεια) της ηλεκτρονικής εποπτείας των τεκταινομένων και να βουτήξουμε ξανά...

Το blog θα παραμείνει ως έχει μέχρι νεωτέρας.


Προσθήκη (19.1.2014): Το δώρο που υποσχεθήκαμε [εδώ]



Το ταξίδι συνεχίζεται!



28/10/13

Lou Reed



Lou Reed (1942 - 2013)

17/10/13

Θεέ μου, μεγαλοδύναμε


            

Από την ταινία "Φτάσαμεε!" του Σταύρου Τσιώλη

10/10/13

Αν είσαι 16 έως 25, ιδού η ευκαιρία! - του Ευγένιου Αρανίτση




Ο Ιάλυσος, γιος της Κυδίππης και του Κέρκαφου, είχε ιδρύσει την πόλη Ρόδο και πολύ σωστά έπραξε αφού, στην αντίθετη περίπτωση, οι ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη δεν θα είχαν αγοράσει το νησί το 1309. 

Κατόπιν, ο Χιλιανός Αλεχάντρο Χοντορόφσκι ίδρυσε το σουρεαλιστικό κίνημα S.ΝΟΒ. Τέλος, ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης, το 1987, ίδρυσε τη «Ράμπα», το διάσημο μπαράκι στην Τσαμαδού. Εκεί σύχναζε διψασμένος ο Νίκος Καρούζος, ο προ-προτελευταίος ίσως μεγάλος μας ποιητής, με τις τσέπες του συνήθως άδειες, εκτός κι αν είχε εισπράξει κάποια σωτήρια προκαταβολή απ' τον Καστανιώτη ή απ' την «Εστία». Ο Σκούρτης βέβαια ήταν κάθε άλλο παρά απρόθυμος να αποτελέσει υπόδειγμα οικοδεσπότη απέναντι στον ξεχωριστό του θαμώνα· αυτός, με τη σειρά του, σκάρωνε πού και πού, επί τόπου, ένα ποίημα και το άφηνε με τον πομπώδη, βαθυστόχαστο, κάπως σπασμωδικό του τρόπο πάνω στον πάγκο, σαν κλητήριο θέσπισμα. 
 
Η συνήθεια του Καρούζου να χαρίζει ποιήματα σε φίλους και γνωστούς ή να αποζημιώνει, μέσω αυτών, για τις οφειλές του σε ορισμένα μπαρ ή και εστιατόρια, όπως έκανε ο Πικάσο με τα σκίτσα του αν πιστέψουμε τον θρύλο, μας καλεί να του αναγνωρίσουμε την πρωτοτυπία της άσκησης μιας ιδιαίτερης μορφής αφιέρωσης. Οχι εκείνης της τετριμμένης που συνοδεύει το χειρόγραφο δίκην ρητής προμετωπίδας -στον τάδε ή στη δείνα-, επαναλαμβανόμενη στο τυπωμένο κείμενο, και την οποία έβρισκες στη μαύρη αγορά για πενταροδεκάρες, όχι! Εδώ γινόταν παραχώρηση του ίδιου του αντικειμένου, της ίδιας της σελίδας, οριστικά και αποκλειστικά δικής σου, εσένα του παραλήπτη, δίχως καν ο συγγραφέας να έχει κρατήσει αντίγραφο. Που σημαίνει ενδεχομένως το αποκορύφωμα μιας γενναιόδωρης παρόρμησης εν ονόματι του παρόντος ως ενεργοποιημένου λίκνου αυθόρμητων συμβάντων. Θα λέγαμε το ίδιο και για τους παραχωρητικούς αυτοσχεδιασμούς του Λάγιου, αν δεν ήταν πασίγνωστη η τερατώδης μνημονική του ικανότητα, κατά τι ανώτερη εκείνης του Καρούζου, οπότε όλοι υποπτεύονταν ότι κρατούσε αντίγραφα στα νευρικά κύτταρα του ιππόκαμπου του εγκεφάλου του. Οι ομοιοκαταληξίες σχημάτιζαν τις αλυσίδες των πρωτεϊνών.


Αυτή είναι άλλωστε η υπονοούμενη αντιστοιχία με το χρήμα, όταν ποιήματα γραμμένα επί τόπου εξοφλούσαν το κέρασμα της βότκας στη «Ράμπα» ή στο «Dada» ή στο «Flower» ή στο «18», αραιωμένης με ελάχιστο τόνικ, για να μην αναφέρουμε και τα ούζα (συνήθως Mini). Οχι ότι υπήρξε ποτέ κανένας σοβαρός μπάρμαν που θα δεχόταν τις λέξεις, ειδικά τέτοιες λέξεις, σαν ταμειακό αντίτιμο, ωστόσο κάποιοι απ' αυτούς που ενδιαφέρονταν διακαώς για τον Νίκο, όπως ο Λώρας, που τον υποδεχόταν με την ηχηρή προσφώνηση «Δάσκαλε!!!» και χτυπώντας τα κουδούνια, ενέδιδαν στη δική του αντίληψη της αναχωρητικής πενίας, συμμορφούμενοι με τους όρους ενός πρωτόγονου οικονομικού μοντέλου ανταλλαγής αγαθών, όπου τα δύο μέρη συνομιλούσαν κατ' ανάγκην διαρκούσης της ριψοκίνδυνης προόδου μιας, εξαντλητικής μεν αλλά, ως επί το πλείστον, εγκάρδιας αμοιβαιότητας. Αυτή καρποφορούσε μέσα στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ, όπου η ικανοποίηση του να δίνεις, ομολογουμένως εύθραυστη μεταξύ τόσο ιδιόρρυθμων ατόμων, δεν ήταν εντούτοις περισσότερο αμφίβολη, ούτε λιγότερο ειλικρινής, από εκείνη του να αποδέχεσαι. Στον Καρούζο άρεσε να βλέπει το ποίημα να εξάπτει την πραγματικότητα, εξασφαλίζοντάς της μια δραστική και ακαριαία αναλαμπή, κατά το πρότυπο του χαϊκού, βλέποντάς το να αιωρείται ανάμεσα στη στιγμή της γέννησης και τη στιγμή που ενταφιάζεται στην εμπειρία του ενθυμίου. Διότι γνώριζε, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, ότι κάθε ποίημα είναι αποχαιρετιστήριο.


Η νύχτα ευλογούσε τα παραπάνω από διακριτική απόσταση. Μερικά απ' αυτά τα κειμήλια ήταν εκ των προτέρων σφυρηλατημένα στο πληκτρολόγιο μιας αρχαίας γραφομηχανής, καθώς τα ετοίμαζε πριν ξεκινήσει από την υπόγεια γκαρσονιέρα του, στην οδό Σούτσου, σκοπίμως επιπλωμένη σαν κελί φυλακής, με κατεύθυνση κάποιο σπίτι του οποίου ο νοικοκύρης αδίκως περίμενε, ως εχέγγυο τακτοποίησης υποχρεώσεων, την περίφημη φαρδιά κόκκινη κορδέλα της συσκευασίας του ζαχαροπλαστείου. Με την εγγενή του ιδιοτροπία, το ποίημα που χαριζόταν αντί για ένα κουτί γλυκά ή ένα μπουκάλι Ballantine's διέλυε κάθε υπόλειμμα αμηχανίας στο κατώφλι μιας ανεπιθύμητης επισημότητας. Έτσι πολλοί ιδιώτες βρέθηκαν σήμερα να έχουν στην κατοχή τους κείμενα του Νίκου, μεταξύ των οποίων αρκετά λογοτεχνικά διαμάντια. Επιπλέον, άλλα ποιήματα κοιμόνταν σε φακέλους και σε συρτάρια, και υπήρχαν εκεί, όσο και σε κορνίζες, όπως στο σπίτι μου π.χ., διάσπαρτοι στίχοι, ζωγραφιές λουλουδιών, σκαριφήματα και σιβυλλικές σημειώσεις, επίσης όλων των ειδών τα καρουζικά αποφθέγματα σε ηρακλείτειους τόνους, όσο και απρόσμενες διευκρινήσεις στην πίσω όψη φωτογραφιών, για να μην πούμε και για τα μικρά πεζά που δεν ήξερες αν η κρυμμένη στιχουργική τους απαιτούσε να υπολογιστεί ως λυρική υποθήκη ή αν ήταν επί τούτου σχεδιασμένη για να περάσει απαρατήρητη και να στοιχειώσει στην υποσημείωση κάποιου ανοιχτομάτη επιμελητή.


Δέκα εννέα χρόνια απ' τον θάνατο του Νίκου Καρούζου, ο θρύλος αυτής της διασποράς έδωσε στον Ικαρο και στη Μαίρη Μεϊμαράκη, κληρονόμο των πνευματικών του δικαιωμάτων, την ιδέα να περισυλλέξουν ό,τι πιο ελκυστικό υπήρχε εδώ κι εκεί σ' ένα βιβλίο που δεν θα ανήκε μεν στο Corpus, δηλαδή στον δίτομο Κανόνα των εγκεκριμένων ποιημάτων τα οποία είχαν καταχωρηθεί αμετακλήτως στις συλλογές, αλλά θα συγκροτούσε ένα μυστηριώδες και χαριτωμένο πάρεργο, ιδανικό για μελετητές και λάτρεις του έργου ή απλώς κάτι σαν το Τετράδιο Γυμνασμάτων Β' του Σεφέρη. Η Μαριλένα Πανουργιά, της οποίας την έμφυτη χάρη ο υποφαινόμενος είχε κάποτε θεωρήσει ως το υπ' αριθμόν ένα εκδοτικό μυστικό της δεκαετίας, είχε την καλοσύνη να του αναθέσει τα περαιτέρω.


Μια τέτοια φιλοδοξία συνεπαγόταν έναν αγώνα δρόμου για να εντοπιστούν τα κείμενα, δηλαδή να ειδοποιηθούν οι ανάδοχες οικογένειες των ορφανών ώστε να προσφέρουν αντίγραφα. Στον μαραθώνιο των επαφών που ακολούθησαν, άνθρωποι όπως ο Σκούρτης, ο Μάνος Στεφανίδης, η Εύα Μπέη, η Λέλη Μπέη, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, το ζεύγος Ξένου, ο Αλέξης Ζήρας, ο Κώστας Σοφιανός, ο Γιάννης Πατίλης, ο Χάρης Βρόντος, ο Θάνος Σταθόπουλος και πολλοί άλλοι ανταποκρίθηκαν με προθυμία, ενίοτε φλογερή, και το υλικό άρχισε να συγκεντρώνεται στα γραφεία της οδού Βουλής 4, για να παραπεμφθεί στη φιλόλογο Μαρία Αρμύρα, με στόχο μια πρώτη ταξινόμηση. Κάποια τιμητική κινητικότητα γύρω απ' τα πνευματικά ερείπια του διάτρητου έργου του Νίκου είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητή μαζί με τις συζητήσεις σχετικά με το μάταιον του ποιήματος μιας χρήσεως -πεποίθηση που ο Καρούζος είχε αντλήσει απ' τον βουδισμό ζεν- ή την αθώα χριστιανική προκατάληψη σύμφωνα με την οποία η ανώτερη μορφή πολυτιμότητας που μπορεί να αποδοθεί σ' ένα αντικείμενο είναι ο χαρακτήρας του Λάβετε εξ αυτού πάντες. Αμήν. Και μήπως δεν ζούσαμε σ' έναν κόσμο ασαφή και διφορούμενο ως προς το τι είναι ιδιόκτητο και τι ανήκει στη δημοσιότητα; Ενα φωτοτυπικό μηχάνημα ή ένα σκάνερ σου επέτρεπε να επιστρέψεις το δώρο και, συνάμα, να το κρατήσεις.


Ετσι άρχισαν να φτάνουν στο φως λησμονημένα τεκμήρια, συμπαρασύροντας στην ανάδυσή τους προφορικές μαρτυρίες ολοκληρωτικά παράλογες ή και ευτράπελες, διότι τίποτα δεν συνδέεται στενότερα μ' ένα τραγικό πνεύμα, όπως αυτό του πρωταγωνιστή μας, απ' ό,τι οι εμπειρίες εκείνες όπου η απόγνωση φωτίζεται από αστραπές κωμωδίας. Φέρ' ειπείν, καθώς ο Τσιτσάνης και η Μπέλλου τραγουδούσαν εναλλάξ στη θολή ατμόσφαιρα του «Σκοπευτηρίου», στην Καισαριανή, υποφέροντας στωικά την εκτροπή του αυθεντικού ρεμπέτικου ρεύματος στην κοίτη του φτηνού ηλεκτρικού ήχου, και ενώ ο Καρούζος απολάμβανε το ουίσκι του με τον ποιητή Νίκο Τρίκολα και την εκκεντρική Νανά Ησαΐα, αιωνία της η μνήμη, προέκυψε ένα θέμα ζωής και θανάτου, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όταν ο επικεφαλής της παρέας άρπαξε ένα κομμάτι χαρτί και, γράφοντας δυο τρεις λέξεις, ζήτησε απ' τον συνονόματό του να το πάει ώς το πάλκο για να το υπογράψει ο Συνθέτης αυτοπροσώπως. Το περιεχόμενου του καρουζικού χρησμού ήταν: 


ΤΣΙΤΣΑΝΗ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ 


Το 1993, ένας Μεξικάνος που θορυβήθηκε απ' τα όσα δυσάρεστα του είπε η χαρτορίχτρα Γκλόρια Βιλιανουέβα διαβάζοντας τα ταρό, τράβηξε απ' τη ζώνη του ένα περίστροφο των 9 mm και της έριξε δύο σφαίρες στο κεφάλι. Απεναντίας, ο αξιολάτρευτος Τσιτσάνης, που τραγουδούσε με το μειλίχιο, καλοκάγαθο, κάπως βαριεστημένο στιλ του, και έχοντας ενδεχομένως γλαρώσει λιγάκι απ' τα τσιγαριλίκια του, πήρε το στυλό που του ενεχείρισε ο Τρίκολας και υπέγραψε ευχαρίστως. Η Μπέλλου, με τη θεσπέσια, συνταρακτική φωνή της, φωνή θεοσκότεινη και συνάμα υπέρλαμπρη, καθόταν σε αγαλματώδη ακινησία ερμηνεύοντας το «Πάλι στις τρεις ήρθες εχτές να κοιμηθείς» και υπάρχουν αυτήκοοι μάρτυρες που βεβαιώνουν ότι ήταν σαν να τραγουδούσε ο ίδιος ο θάνατος. Κατ' ουσίαν, η Σωτηρία δεν τραγουδούσε σαν τον θάνατο αλλά σαν νεκρή -μια προσωπίδα που αναγνωρίζει κανείς και στον Καζαντζίδη, εν μέρει δε και στον Στράτο Διονυσίου. Και στον Τσιτσάνη, φυσικά, αν και αυτός το αγνοούσε, δηλαδή αγνοούσε ότι, πέραν ενός ορίου, το τραγούδι δεν πήγαζε απ' τον ίδιο τον τραγουδιστή αλλά κατευθείαν από τα έγκατα του συμβολικού συστήματος, τουτέστιν απ' τη συνάθροιση της ολομέλειας των πνευμάτων που κυβερνούσαν τον ωκεανό των συγκινήσεων της μουσικής παράδοσης. Για να μην ξεχνάμε πώς το έλεγαν παλιότερα, η μουσική πήγαζε απ' τον Αδη. Ασφαλώς, ούτε η Μπέλλου το ήξερε, όμως το ήξερε η φωνή της. Εντούτοις, δεν υπήρχε εκεί γύρω, στον φορτισμένο αέρα, ούτε ίχνος μακάβριου υπαινιγμού και όλοι καλοπερνούσαν -ο Τσιτσάνης εργαζόμενος με αυτόματο πιλότο, η Μπέλλου περιμένοντας να σχολάσει για να ρίξει καμιά ζαριά, ο Καρούζος, ο Τρίκολας, η Ησαΐα, οι φοιτητές, η μεσήλικη πελατεία, μέχρι και τα γκαρσόνια, που λέει ο λόγος. Οπως στην Εκκλησία, τουλάχιστον την Ορθόδοξη, όπου βασιλεύει η έμμονη ιδέα του ζωοποιού θανάτου, το μουρμουρητό του Τσιτσάνη είχε το ύφος της άφεσης αμαρτιών, συν εκείνη την πικρή γλύκα που συναντάμε στη συμπεριφορά των πληγωμένων ζώων ή στα φρούτα του φθινοπώρου. Για την ακρίβεια, κάτι στο βάθος της νιαουριστής φωνής του θύμιζε σουρντίνα ή, καλύτερα, τον ήχο απ' τις ρόδες της άμαξας που περνούσε μπροστά απ' το σπίτι του ετοιμοθάνατου Βέρντι, όπου οι γείτονες είχαν στρώσει άχυρα για να αποτρέψουν την ενόχληση του διάσημου ασθενούς. Η μονότονη κλάψα αυτής της ρυθμικής εξομολόγησης οδηγούσε σ' ένα τοπίο απ' αυτά όπου πάντοτε ψιλοβρέχει.


Με ρωτάτε τι σήμαινε το σημείωμα του Καρούζου. Τι να σας πω; Πιθανόν ότι ο Τσιτσάνης ανήκε σ' εκείνη τη υπέρμετρα ευγενή στόφα ανθρώπων που δεν αξίζει να ζουν στη γη και που η θέση τους είναι με τους αγγέλους. Ισως πάλι να επρόκειτο για χειρονομία ισοδύναμη της πλαστής επιταγής που φιλοτέχνησε ο Ντισάν για να πληρώσει τον οδοντίατρό του ή για υπόμνηση τύπου βουδιστικού κοάν, δηλαδή για μιαν αντιφατική φράση που διατυπωνόταν με την ελπίδα ότι ο παραλήπτης θα φωτιζόταν διά του παραδόξου. Αλλά, ως προς τι να φωτιστεί ο Τσιτσάνης και μάλιστα από το ζεν; Ηδη απαύγαζε, έστω με το αποτσίγαρο ακουμπισμένο στο φρικτό, πελώριο, μαύρο ηχείο, στ' αριστερά του. Είμαστε εξάλλου υποχρεωμένοι να αποκλείσουμε την περίπτωση κατά την οποία ο Καρούζος, εκνευρισμένος από την έξαρση της καταναλωτικής παρακμής που απειλούσε την αίγλη του μουσικού μας κληροδοτήματος ή από κάποιο στρίγκλισμα της μικροφωνικής εγκατάστασης ή κι από μιαν αναπάντεχη αργοπορία του σερβιτόρου, βιάστηκε να συνδέσει τις τρέχουσες ευτυχίες της αλκοολικής χαλάρωσης με τη θανατική καταδίκη, όπως έκανε για παράδειγμα ο γρουσούζης και δύστροπος Μπραμς, για τον οποίο ελέγετο (από την οικονόμο του) πως, όταν ήταν ευτυχισμένος, καθόταν στο πιάνο και έπαιζε το αγαπημένο του τραγούδι με τίτλο «Ο τάφος είναι η χαρά μου». Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα χρειαζόταν η συγκατάθεση του Τσιτσάνη.


Κι έπειτα, σε τι θα ωφελούσε να πεθάνει ο μέγας ρεμπέτης αν ήταν κιόλας νεκρός; Αυτό θα αναλογούσε στην εκταφή και τον απαγχονισμό του Κρόμβελ δύο χρόνια μετά απ' τον θάνατό του, με διαταγή του Καρόλου Β'. Σημειωτέον ότι, μιλώντας για νεκρούς, στην περίπτωσή μας και υπό την έννοια ότι μόνον το ψεύτικο ζει στο διηνεκές, αναφερόμαστε σε όντα βυθισμένα ούτως ειπείν στην άβυσσο της αλήθειας των γεγονότων. Σωρεία παρεμφερών ερωτημάτων συνοδεύει άλλωστε την αναπόφευκτη συσχέτιση της εντολής του Καρούζου με τη θεολογική παραδοχή ότι, για να ζήσει ένας άνθρωπος, πρέπει προηγουμένως να πεθάνει μέσω της επίπονης μύησης στη βαθμιαία απέκδυση του Εγώ, όπως τίθεται ας πούμε στην Β' Προς Κορινθίους. Αυτή την απέκδυση γιορτάζει και το ρεμπέτικο. Ο Καρούζος πρέπει να αγαπούσε τον Τσιτσάνη φανατικά και μπορεί να επιθυμούσε, την ώρα εκείνη, να καταλάβει γι' αυτόν τα πάντα, σε βάθος, ώς τον πιο ενδόμυχο πυθμένα της ύπαρξής του. Ο Λόρενς (προσοχή: όχι ο Λώρας, ο Λόρενς) είχε γράψει ότι «για να γνωρίσεις στ' αλήθεια κάποιον, πρέπει να τον σκοτώσεις». Τέλος, μπορεί ο χρησμός να προέτρεπε τον Τσιτσάνη να κάνει τον συλλογισμό ότι, ούτως ή άλλως, αν η μουσική ήταν η σωτηρία του πνεύματός μας, το αποτέλεσμα δεν μεταβαλλόταν. Ο Καρούζος υποστήριζε το ίδιο για τον εαυτό του: «Εάν πεθάνω γλίτωσα· εάν επιζήσω γλίτωσα / πάλι.» (Β: 476) Ή, όπως το έθεσε η Αΐντα Λουπίνο στο «We Live Again», ήδη το 1934: «Αν πιεις, πεθαίνεις, αν δεν πιεις, πάλι πεθαίνεις. Αρα πιες». 


Ολα τα παραπάνω συνέβαιναν ερήμην της λουλουδούς, ονόματι Καραχάλιου Ελισάβετ του Σπυρίδωνος, που κυκλοφορούσε ανάμεσα στα τραπέζια νομίζοντας ότι όντως είναι μια λουλουδού ονόματι Ελισάβετ που δουλεύει για τα προς το ζην. Τεράστια πλάνη! Παίρνουμε το θάρρος να υποθέσουμε ότι την πονούσαν ελαφρά τα πόδια της ένεκα των ψηλών τακουνιών κι ότι η ενόχληση αυτή επιδρούσε υπό μορφήν αντιπερισπασμού ως προς τη σύλληψη των απόκοσμων συχνοτήτων της πραγματικότητας που την περιελάμβανε και, άρα, τη συνιστούσε. Ξαφνικά, ο Τσιτσάνης, έχοντας μισοσυνέλθει απ' τη μαστούρα, θυμήθηκε αμυδρά το σημείωμα που είχε φτάσει σ' αυτόν σαν ετυμηγορία ενόρκων και, αφού κάλεσε την περί ης ο λόγος, της ζήτησε να ρωτήσει «εκείνον εκεί τον κύριο» (έτσι το έθεσε), δείχνοντας με την προέκταση του βλέμματός του τον Καρούζο, να της πει (ώστε να του πει) τι ακριβώς είχε υπογράψει. Αυτή εκτέλεσε το καθήκον της σεμνά, χωρίς να βρει προσκόμματα και γυρίζοντας στον Τσιτσάνη ανακοίνωσε επί λέξει: «Υπογράψατε ένα χαρτί που έλεγε "Τσιτσάνη, πρέπει να πεθάνεις"».


«Α, καλά...» είπε ο Τσιτσάνης και, κατόπιν, σηκώθηκε με αργές κινήσεις για να πάει σ' ένα τραπέζι, στη γωνία, να τσιμπήσει τα απαραίτητα. Προς στιγμήν ανησύχησε μήπως είχε υπογράψει κανένα γραμμάτιο. Μάλιστα, ένας θρύλος που διασώζει η νύχτα και που οι μελετητές του ρεμπέτικου συναντούν σε ποικίλες παραλλαγές μιλάει για ένα σωρό ακόμη θαύματα. Επί παραδείγματι, φημολογείται πως, όταν έκλεισε το «Σκοπευτήριο», τα φαντάσματα των σερβιτόρων συγκεντρώνονταν και γλεντούσαν χορεύοντας και τραγουδώντας, περιπαθώς, όπως αρμόζει στο ιαμβικό τετράμετρο, το «Απόψε κάνεις μπαμ», έχοντας τροποποιήσει τους στίχους για την περίσταση. Συγκεκριμένα, αντί τού πένθιμου «Απόψε στου Τσιτσάνη πω πω τι έχει να γίνει!» (τι θα γινόταν δηλαδή;), ακουγόταν το χαρμόσυνο: 


«Να πείτε του Τσιτσάνη πως πρέπει να πεθάνει»! 


Κι ένας σκύλος, που καθόταν απ' έξω περιμένοντας εις μάτην κανένα κόκαλο απ' τα αποφάγια, άκουσε τη φασαρία και σκέφτηκε: «Είδες; Για να λένε ότι πρέπει να πεθάνει ο Τσιτσάνης, πα' να πει ότι ζει!» 


Την ιστορία αφηγήθηκε ο Τρίκολας στον Αριστηνό κι αυτός σ' εμένα κι εγώ έβγαλα το συμπέρασμα ότι η μουσική είναι μια χώρα όπου θα σου δοθεί χάρη μόνον αν μπορέσεις να αποδείξεις ότι δεν τη χρειάζεσαι. 


Παρεμπιπτόντως, η Γκλόρια Βιλιανουέβα επέζησε της δοκιμασίας.


Ευλογημένες οι λέξεις που περιμένουν τον αναγνώστη τους για χρόνια. Πολλά είναι τα ταξίδια δίχως προορισμό. Ομως κανένα ταξίδι δεν είναι δίχως αφετηρία.


Ένα κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση, από τα πιο αγαπημένα μου, στο οποίο επιστρέφω κάθε τόσο (ένα-δυο χρόνια). Από εδώ. Ώρα να πιούμε.

29/9/13

Η ΧΑ κρύβει τον... κυβερνητικό φασισμό - του Γιώργου Χ. Παπασωτηρίου




Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών δεν είναι φασισμός; Το σφράγισμα κτηρίων (δες Χατζηκώστα στα Γάννενα) για να μη βρίσκουν καταφύγιο οι άστεγοι και οι μετανάστες δεν είναι φασισμός; Η μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα στη Χαλκιδική, του νερού που πίνουν μεγάλοι και παιδιά με αρσενικό από τα μεταλλεία χρυσού δεν είναι φασισμός; Τα δύο εκ. άνεργοι, οι γονείς που δεν έχουν να πάνε γάλα στα παιδιά τους, η εξαθλίωση των συνταξιούχων, οι νέοι που ξενιτεύονται, αναζητώντας δουλειά, αυτά δεν είναι φασισμός; Οι τόνοι χημικών και οι άγριοι ξυλοδαρμοί από τα ΜΑΤ εναντίον των διαμαρτυρόμενων εργαζομένων δεν είναι φασισμός; Οι φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών και το "ξέπλυμα" μαύρου χρήματος με νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης και τα χαράτσια για τους "κάτω" δεν είναι φασισμός; Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, το "μαύρο" στην ΕΡΤ και ο απόλυτος έλεγχος της ενημέρωσης δεν είναι φασισμός; Ο εκβιασμός στους μαθητές ότι θα παραταθεί το σχολικό έτος σε όσα σχολεία γίνουν καταλήψεις δεν είναι φασισμός; Το γεγονός ότι οι σημαντικότερες αποφάσεις για την Ελλάδα λαμβάνονται εκτός Ελλάδας και συγκεκριμένα στη Γερμανία δεν είναι παραβίασης της ανεξαρτησίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας; Αίφνης, όλα τα παραπάνω και πολλά άλλα ακόμα καλύφθηκαν από τα εγκλήματα των δολοφόνων της Χρυσής Αυγής. Για όλα φταίει η... ΧΑ! Οι εθνικοί εργολάβοι, οι μεγαλοδημοσιογράφοι (πλην εξαιρέσεων), τα διάφορα παπαγαλάκια, όλοι όσοι δόξασαν τις φασιστικές πρακτικές των μνημονιακών κυβερνήσεων, τα χημικά του Παπουτσή στο Σύνταγμα, τα μέτρα λιτότητας της τρόικας, τις απολύσεις στο Δημόσιο στο όνομα του "εξορθολογισμού", όλοι αυτοί οι οπαδοί του φασισμού στην πράξη, αυτοί που υπέθαλψαν και πρόβαλαν την Χ.Α... τώρα "ξεπλένονται" και γίνονται "αντιφασίστες" ως δήθεν αντίπαλοι της Χρυσής Αυγής. Επίσης, η ΝΔ εισπράττει τις... ψήφους που επανακάμπτουν από τη ΧΑ. Βέβαια, αυτοί τη δουλειά τους κάνουν. Οι άλλοι, όμως; Η Αριστερά; Γιατί αμήχανη, άβουλη και μοιραία αδυνατεί να συνδέσει πολιτικά το φασισμό με την οικονομική εξαθλίωση; Γιατί ο Παύλος Φύσσας δεν γίνεται "σημαία"; Κάποτε Αριστερός σήμαινε Άνθρωπος και όλοι οι Άνθρωποι σαν τον Παύλο Φύσσα δεν χρειάζονταν να λένε ότι είναι αριστεροί... 

                                                               του Γιώργου Χ. Παπασωτηρίου (από εδώ)

18/9/13

Αυτοί που άνοιξαν το δρόμο στους φασίστες - της Βασιλικής Σιούτη



Η συμπεριφορά των κυβερνητικών δυνάμεων, μετά από κάθε εγκληματική πράξη φασιστών, θυμίζει τη λαϊκή παροιμία: «Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης». Λίγες μόλις ώρες μετά από τη δολοφονία ενός νέου ανθρώπου με αντιφασιστική κινηματική δράση, από κάποιο φασιστικό στοιχείο -όπως λένε οι μαρτυρίες- βγήκαν να κάνουν σπέκουλα. Τα ίδια πάλι. Τα γνωστά. Τα επαναλαμβάνουν συνεχώς μπας και τα μάθουμε.

«Οι υμνητές της πλατείας και ηθικοί αυτουργοί για το φανατισμό-λαϊκισμό-ισοπέδωση, δεν μπορούν να φωνάζουν για την επέλαση και τα έργα της Χρυσής Αυγής» έγραψε ένας από αυτούς. Πόσο θράσος χρειάζεται για να ξεστομίζεις κάτι τέτοιο; Δηλαδή οι εκατοντάδες χιλιάδες που έβλεπαν την κυβέρνηση να τους καταστρέφει τη ζωή, το μέλλον των παιδιών τους, τη χώρα τους, έπρεπε να υπομείνουν σιωπηλοί; Ή μήπως έπρεπε να περιμένουν να το συζητήσουν ευγενικά με τον πολιτευτή της γειτονιάς; Σίγουρα -κατ’ αυτούς- δεν έπρεπε να διαδηλώσουν στο Σύνταγμα, δεν έπρεπε να νιώσουν οργή. Δεν έπρεπε, σε τελική ανάλυση, να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από τα δύο παρακμασμένα κόμματα που τους κατέστρεψαν, γιατί αυτό είναι λαϊκισμός και ισοπέδωση.

Το ότι οι χρυσαυγίτες στην πλατεία ήταν μία ισχνή μειοψηφία, την οποία οι περισσότεροι διαδηλωτές ούτε που αντιλήφθηκαν μέσα στο ποτάμι της λαϊκής οργής που ξεχείλιζε, το παραβλέπουν γιατί δεν εξυπηρετεί την προπαγανδιστική τακτική τους. Αλλά αυτός ήταν ένας από τους πρωταρχικούς σχεδιασμούς τους εξαρχής. Γιατί από την αρχή, αρκετοί από αυτούς, πίστεψαν ότι η «Χρυσή Αυγή» θα τους εξυπηρετούσε στα σχέδια τους να σπιλώσουν κάθε δίκαιη αντίδραση απέναντι στην πολιτική των μνημονίων. Θα εμφάνιζαν τη «Χρυσή Αυγή» ως αντισυστημική αντιμνημονιακή δύναμη (και όχι ως εγκληματική ναζιστική οργάνωση-δεκανίκι του συστήματος, που είναι) προκειμένου να ταυτίζουν τη λαϊκή αγανάκτηση με τη φιλοναζιστική δράση.

Και τα λένε αυτά ποιοι; Οι πραγματικοί ηθικοί αυτουργοί. Αυτοί που άνοιξαν το δρόμο στη «Χρυσή Αυγή», εξευτελίζοντας τη δημοκρατία. Γιατί όπου υπάρχει κουλτούρα σεβασμού των δημοκρατικών θεσμών, δεν ανθεί ο φασισμός. Το λίπασμα είναι η καταπάτηση της δημοκρατίας και το έβαλαν τα δύο κόμματα που συγκυβερνούν. Ο Γ.Παπανδρέου παραχώρησε την εθνική και τη λαϊκή κυριαρχία της χώρας, χωρίς να έχει καμία πολιτική νομιμοποίηση να το πράξει. Στη συνέχεια ο Α.Σαμαράς εξελέγη με τη λαϊκή εντολή να αλλάξει την πολιτική των μνημονίων, αλλά την εφάρμοσε αδιαμαρτύρητα οδηγώντας στη φτωχοποίηση ακόμα μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, χρησιμοποιώντας ακόμα και βία και καταστολή. Οι βουλευτές έγιναν ντεκόρ. Δήλωναν ότι διαφωνούν και στη συνέχεια ψήφιζαν τους νόμους –πολλές φορές μη γνωρίζοντας καν τι ψηφίζουν Μετά ήρθαν τα αντισυνταγματικά προεδρικά διατάγματα, οι αντισυνταγματικές απολύσεις, το αντισυνταγματικό κλείσιμο της ΕΡΤ… Με ποια πολιτική νομιμοποίηση όλα αυτά; Με ποια λαϊκή εξουσιοδότηση; Με καμία. Ας ανοίξει ο κόσμος να διαβάσει ξανά το ελληνικό Σύνταγμα για να δει πόσα άρθρα του έχουν καταπατήσει και καταπατούν κάθε μέρα. «Οι συνταγματολόγοι σε λίγο δεν θα έχουμε αντικείμενο» σχολίαζε πριν από λίγο καιρό ο συνταγματολόγος. Α. Δημητρόπουλος.

Ποιοι καταπάτησαν τους θεσμούς; Ποιοι καλλιέργησαν την κουλτούρα της ανομίας και της ατιμωρησίας; Ποιοι δίδαξαν την περιφρόνηση της δημοκρατίας; Αυτοί που κυβερνούσαν και κυβερνούν ήταν που άνοιξαν τις πόρτες στον φασισμό. Ας μην παριστάνουν τους αθώους λοιπόν και ας αναλογιστούν τις ευθύνες τους. Ο κίνδυνος στον οποίο βρισκόμαστε είναι μεγάλος. Ας μη ζητάνε και τα ρέστα αυτοί που μας έριξαν σε αυτόν.
                                                                                                       της Βασιλικής Σιούτη (από εδώ)

4/9/13

3/9/13

Για έναν πολιτισμό της αλληλεγύης και της αντίστασης - του Γιάννη "Ηollowsky" Ιωαννίδη






Ομιλία στην Ημερίδα "Για έναν πολιτισμό της αλληλεγγύης και της αντίστασης"


Οργάνωση: ΠανΔίκτυο/ ΕΚΠΑ


24 Οκτωβρίου 2012


Επιτρέψτε μου να περιοριστώ σε μια σύντομη εισαγωγή στις ψυχικές και στοχαστικές προϋποθέσεις ενός πολιτισμού της αλληλεγγύης και της αντίστασης.
Αν κοιτάξουμε ευρύτερα τον κόσμο μας, θα διαπιστώσουμε πως τα δεινά που ζούμε σήμερα εδώ έχουν να κάνουν με το γεγονός, ότι βρισκόμαστε στη δύση ενός ολόκληρου πολιτισμού∙ του πολιτισμού που εδώ και μερικούς αιώνες κυριάρχησε αρχικά στη δυτική Ευρώπη και στη συνέχεια σε όλο τον πλανήτη.

Τι μπορεί να σημαίνει λοιπόν, σε αυτές τις συνθήκες, το να σκεφτούμε και να πράξουμε προς την κατεύθυνση ενός πολιτισμού της αλληλεγγύης και της αντίστασης; Πέρα από την αίσθηση του κατεπείγοντος ενός τέτοιου στοχασμού, σημαίνει πως η αλληλεγγύη και η αντίσταση, αυτά τα δυο από τα πιο ζωτικά στοιχεία της ανθρώπινης κοινωνίας, δεν μπόρεσαν να ριζώσουν και να βρουν σταθερό τόπο μέσα στον κόσμο του κυρίαρχου πολιτισμού. Και πράγματι, ο πολιτισμός αυτός στηρίχτηκε, απεναντίας, σε δυο ριζικά αντίθετες αρχές: στον ανταγωνισμό και στον κομφορμισμό. Τον ανταγωνισμό μεταξύ των ατόμων και τον κομφορμισμό τους στις επιταγές του απρόσωπου συστήματος, που εκ των πραγμάτων ανέλαβε να διαμεσολαβεί αυτά τα ανταγωνιζόμενα άτομα.
 
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι, με όρους αντίθεσης, έχουμε να σκεφτούμε για ένα πολιτισμό της αλληλεγγύης και της αντίστασης μέσα και εναντίον ενός πολιτισμού του ανταγωνισμού και του κομφορμισμού.
 
Ωστόσο, όπως πάντα, τα πράγματα στη ζωή δεν είναι τόσο απλά ώστε να εμπεριέχονται ικανοποιητικά σε συνθηματολογικές διατυπώσεις. Θέλω να πω με αυτό, ότι θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο γεγονός ότι ο κυρίαρχος πολιτισμός, ναι μεν υψώνεται ως πολιτισμός του ανταγωνισμού και του κομφορμισμού, αλλά δεν εξοβέλισε ολοσχερώς κάθε μορφή αλληλεγγύης και αντίστασης στο εσωτερικό του. Αυτό που κυρίως έκανε, και κάνει, είναι να τις διαστρέψει. Στα πλαίσιά του, δηλαδή, η αλληλεγγύη αναγνωρίζεται, αλλά μόνον ως «συνασπισμός ωφελιμιστικών συμφερόντων»∙ ενώ η αντίσταση, ως «εναντίωση σε ό,τι προσβάλλει το ίδιον (ατομικό ή συλλογικό) συμφέρον».

Οφείλουμε επομένως, αν θέλουμε να πάμε πιο μακριά, να ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε ως αλληλεγγύη και τι εννοούμε ως αντίσταση. Να ξεκαθαρίσουμε, ότι αλληλεγγύη δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι «ωφελιμιστικός συνασπισμός συμφερόντων» και γιατί η αντίσταση δεν πρέπει να εννοείται ως «εναντίωση σε ό,τι προσβάλλει το συμφέρον».
Για να το κάνουμε αυτό, χρειάζεται να επισκεφτούμε τον πυρήνα, την ψυχή αυτών των δυο εννοιών∙ όχι τόσο γλωσσολογικά, όσο στο χώρο τον οποίον καταλαμβάνουν στο συμβολικό πεδίο.  
 
Η αλληλεγγύη μπορεί πράγματι να σημαίνει το να «εγγυάται ο ένας τον άλλον» και με αυτή την έννοια, μέσα από μια σειρά εκπτώσεων, να εκλαμβάνεται ως ωφελιμιστικός συνασπισμός συμφερόντων. Όμως θα πρέπει να προσέξουμε, ότι σε αυτή την προοπτική, εκείνο που από αρχής έως τέλους μετράει είναι οι ιδιότητες κάθε ανθρώπου. Για άλλη μια φορά, δηλαδή, ο κυρίαρχος πολιτισμός δέχεται μόνον ό,τι μπορεί να εκφραστεί ως ιδιότητα, ως ωφελιμιστικού τύπου επαγγελία και δεξιότητα.
 
Στην προοπτική της αλληλεγγύης όμως, οι ιδιότητες του ανθρώπου δεν μετρούν ούτε στην αρχή, ούτε στο τέλος της διαδρομής∙ απεναντίας, εκείνο που μετράει εδώ, είναι η απογύμνωσή του από κάθε ιδιότητα, η κατάσταση της ένδειας με την ουσιαστικότερη έννοια του όρου.
 
Το έδαφος, επομένως, πάνω στο οποίο ριζώνει η αλληλεγγύη δεν μπορεί να είναι αυτό του συμφέροντος και του ωφελιμισμού, αλλά, απεναντίας,

·        αφ’ ενός της επίγνωσης ότι η ριζική ένδεια παραμονεύει κάθε μας βήμα στον κόσμο, όποιες κι αν είναι οι ιδιότητες μας∙ και

·        αφ’ ετέρου, ταυτόχρονα, της συναίσθησης΄, ή μάλλον της απόφασης, ότι η πτώση ενός ανθρώπου στην ένδεια δεν πρέπει να σημάνει και τον χαμό του.
 
Κοντολογής, το έδαφος στο οποίο ριζώνει η αλληλεγγύη είναι η επίγνωση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.
 
Και η αντίσταση; Η αντίσταση μπορεί πράγματι να υποδεικνύει μια εναντίωση και από εκεί, μέσα από μια σειρά εκπτώσεων επίσης, να εκλαμβάνεται ως «εναντίωση σε ό,τι προσβάλλει το συμφέρον». Παρολαυτά, ας προσέξουμε ότι η προάσπιση του ωφελιμιστικού συμφέροντος είναι δυνατόν να έρχεται σε ευθεία αντίθεση και ρήξη με το πιο πυρηνικό στοιχείο της αντίστασης, το οποίο δεν είναι άλλο από το αγωνίζεσθαι υπέρ της ελευθερίας. Όχι απλώς υπέρ μιας ανεξαρτησίας αλλά υπέρ της βαθύτερης, υπαρκτικής ελευθερίας του ανθρώπου, κάθε ανθρώπου. Και τούτη η ελευθερία δεν συμβαδίζει με την ωφελιμιστική ανεξαρτησία αφού,  πράγματι, είναι δυνατόν, όταν να αγωνίζεται κανείς υπέρ του συμφέροντός του, να αγωνίζεται υπέρ της δικής του ελευθερίας σε βάρος της ελευθερίας των άλλων.
 
Βάζοντας λοιπόν την ελευθερία στον πυρήνα της αντίστασης, οφείλουμε να δούμε μια ακόμα έκπτωση που καλλιεργείται από τον κυρίαρχο πολιτισμό: την αποσύνδεση της ελευθερίας από το ηθικό ερώτημα. Πραγματικά, στο πλαίσιο του κυρίαρχου πολιτισμού και ιδίως σήμερα ως ελευθερία νοείται ουσιαστικά το «να μπορεί να επιλέγει κανείς μεταξύ πολλών δυνατοτήτων». Όσο περισσότερων μάλιστα, τόσο καλύτερα. Όσο περισσότερες είναι οι δυνατότητες μεταξύ των οποίων έχει να επιλέξει κανείς, τόσο πιο ελεύθερος υποτίθεται πως είναι. Είναι σαφές, ότι έχουμε να κάνουμε εδώ μ’ έναν ποσοτικό προσδιορισμό της ελευθερίας, απολύτως σύμφωνο προς το τεχνικό πνεύμα του πολιτισμού μας άλλωστε.
 
Ωστόσο, ποιοτικά μιλώντας, ελευθερία δεν είναι η επιλογή μεταξύ «πολλών διαφορετικών δυνατοτήτων» αλλά ουσιαστικά η εκλογή μεταξύ καλού και κακού. Ασφαλώς πρόκειται για δυο όρους κι ένα δίλημμα, που θέλησε πάση θυσία να εξοβελίσει ο κυρίαρχος πολιτισμός, βαυκαλιζόμενος ότι τοποθετείται – και τοποθετεί τον άνθρωπο – «πέρα από το καλό και το κακό», δηλαδή μέσα στο ωφελιμιστικό βασίλειο της καθαρής ποσότητας. Παρολαυτά, μόνο όταν θέτει στον εαυτό του το δίλημα αυτό, της εκλογής μεταξύ καλού και κακού, μόνο τότε ο άνθρωπος είναι όντως ελεύθερος. Και επομένως, μόνο τότε μπορεί να προβάλλει μια αντίσταση, η οποία δεν θα περιορίζεται ούτε θα εκπίπτει στην απλή εναντίωση σε ό,τι προσβάλλει το συμφέρον του.
 
Επομένως, η αντίσταση ριζώνει στην ελευθερία και η ελευθερία ριζώνει στο ηθικό δίλημμα μεταξύ καλού και κακού.
 
Όμως τούτο το δίλημμα, έστω και μόνο για να υπάρξει, προϋποθέτει και πάλι μια συναίσθηση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης∙ δηλαδή −εφόσον μιλάμε εδώ για ένα διαφορετικό πολιτισμό−, τη συναίσθηση του γεγονότος, ότι όλες οι προσπάθειές μας να στήσουμε και να στηρίξουμε ένα καλύτερο κόσμο, κινδυνεύουν πάντοτε από την εισβολή του κακού έστω και μόνον επειδή θα εφησυχαστούμε, νομίζοντας ότι πράξαμε το καθήκον μας, ολοκληρώσαμε τον αγώνα μας και βρήκαμε την τέλεια συνταγή του ευ ζην.
 
Είδαμε, λοιπόν, ότι τόσο η αλληλεγγύη όσο και η αντίσταση δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν εάν δεν ριζώσουν στην επίγνωση της τραγικότητας του ανθρώπου∙ εάν, δηλαδή, τούτη η επίγνωση δεν αποτελεί το κέντρο της ίδιας μας της καθημερινής και αγωνιστικής παιδείας!
 
Εδώ άλλωστε εντοπίζεται ο λόγος, που η αλληλεγγύη και η αντίσταση δεν βρίσκουν τόπο, παρά κατόπιν εκπτώσεων και διαστρεβλώσεων, στον κυρίαρχο πολιτισμό: Στο ότι ο πολιτισμός αυτός μάς συστήθηκε, ευθύς εξαρχής, ως ριζικά αντί-τραγικός.
 
Τούτο δεν διακηρύσσουν όλοι οι «κοινοί τόποι» του; «Ο άνθρωπος είναι καλός»∙ «Η ευτυχία είναι το υπέρτατο αγαθό, ανώτερο και από την ελευθερία»∙ «Η ιστορία κατευθύνεται πάντα προς την επαύξηση της ευτυχίας»∙ «Η υλικοτεχνική πρόοδος αρκεί, διότι διασφαλίζει την ευτυχία και συνάμα εξασφαλίζει την ηθική πρόοδο»∙ «Όχι πια λόγια, μόνον έργα»∙ «Όχι φιλοσοφίες, μόνο πράξεις»∙ «Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου είναι αυτή καθαυτή καλή»∙ «Εργασία και ανάπτυξη»∙ «Η μόνη επιλογή που αξίζει τον κόπο είναι ανάμεσα στο πολύ και στο περισσότερο»∙ κ.ο.κ.

Κάθε φορά που αποδεχόμαστε αυτούς τους «κοινούς τόπους», πέφτουμε στην αυτοδικαιωτική προπαγάνδα του κυρίαρχου πολιτισμού. Από εκεί, οδηγούμαστε στην υπερεκτίμηση της ευημερίας ως ασφάλειας, ακόμα και εναντίον της ελευθερίας. Και από εκεί, φτάνουμε να ευτελίσουμε την αλληλεγγύη και την αντίσταση, προβάλλοντάς τις ως «ωφελιμιστικό συνασπισμό συμφερόντων» και «εναντίωση σε ό,τι προσβάλει το συμφέρον μας».

Τότε ο κύκλος κλείνει και ξαναβρισκόμαστε εδώ, μπροστά στον ίδιο εφιάλτη, κομμάτι ενός κόσμου χωρίς αλληλεγγύη και χωρίς αντίσταση, που τον καταπίνει το Μηδέν αφήνοντας χωρίς οξυγόνο και χωρίς ελπίδα όσους εξακολουθούν να στριφογυρνούν μέσα στους ψυχικούς, στοχαστικούς και πνευματικούς ορίζοντές του.


                                                            του Γιάννη Hollowsky Ιωαννίδη (από εδώ)